Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διεκρόου — διέκροος passage for the stream to escape masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκρους — ο (Α διέκρους και διέκροος) [διεκρέω] νεοελλ. 1. διεκροή* 2. διεκρευστήρας* αρχ. δίοδος για να διαφεύγουν ρεύματα … Dictionary of Greek